- θαυμαστικός
- -ή, -ό (AM θαυμαστικός, -ή, -όν) [θαυμαστής]αυτός που έχει διάθεση να θαυμάζει ή που συνηθίζει να θαυμάζει («οἱ δὲ θαυμαστικοὶ καὶ ἄκακοι μᾶλλον βλάπτονται», Πλούτ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το θαυμαστικόσημείο στίξεως (!) που μπαίνει στο τέλος φράσης ή λέξης και δηλώνει θαυμασμό, έκπληξη, απορία, ευχαρίστηση ή λύπη, καθώς και στο τέλος λέξεων ή φράσεων οι οποίες εκφέρονται επιφωνηματικάμσν.αξιοθαύμαστοςαρχ.αυτός που εκφράζει θαυμασμό.επίρρ...θαυμαστικώς και -ά (AM θαυμαστικῶς, Μ και θαυμαστικά)με θαυμασμόνεοελλ.με θαυμαστικόμσν.-αρχ.με θαυμαστό, με υπέροχο τρόποαρχ.με κατάπληξη.
Dictionary of Greek. 2013.