θαυμαστικός

θαυμαστικός
-ή, -ό (AM θαυμαστικός, -ή, -όν) [θαυμαστής]
αυτός που έχει διάθεση να θαυμάζει ή που συνηθίζει να θαυμάζει («οἱ δὲ θαυμαστικοὶ καὶ ἄκακοι μᾶλλον βλάπτονται», Πλούτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το θαυμαστικό
σημείο στίξεως (!) που μπαίνει στο τέλος φράσης ή λέξης και δηλώνει θαυμασμό, έκπληξη, απορία, ευχαρίστηση ή λύπη, καθώς και στο τέλος λέξεων ή φράσεων οι οποίες εκφέρονται επιφωνηματικά
μσν.
αξιοθαύμαστος
αρχ.
αυτός που εκφράζει θαυμασμό.
επίρρ...
θαυμαστικώς και -ά (AM θαυμαστικῶς, Μ και θαυμαστικά)
με θαυμασμό
νεοελλ.
με θαυμαστικό
μσν.-αρχ.
με θαυμαστό, με υπέροχο τρόπο
αρχ.
με κατάπληξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θαυμαστικός — inclined to wonder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικός — ή, ό αυτός που εκφράζει θαυμασμό: Θαυμαστικό επιφώνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυμαστικά — θαυμαστικός inclined to wonder neut nom/voc/acc pl θαυμαστικά̱ , θαυμαστικός inclined to wonder fem nom/voc/acc dual θαυμαστικά̱ , θαυμαστικός inclined to wonder fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικώτερον — θαυμαστικός inclined to wonder adverbial comp θαυμαστικός inclined to wonder masc acc comp sg θαυμαστικός inclined to wonder neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικόν — θαυμαστικός inclined to wonder masc acc sg θαυμαστικός inclined to wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικοῖς — θαυμαστικός inclined to wonder masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικοί — θαυμαστικός inclined to wonder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικοῦ — θαυμαστικός inclined to wonder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστικῆς — θαυμαστικός inclined to wonder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστική — θαυμαστικός inclined to wonder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”